Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ελαστικός σωλήνας

См. также в других словарях:

  • γαστραντλία — η ειδικός ελαστικός σωλήνας με τον οποίο γίνεται η πλύση στομάχου …   Dictionary of Greek

  • σαμπρέλα — η, Ν 1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος 2. σφαιρικός θάλαμος… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — το 1. δοχείο για υγρά από οποιαδήποτε ύλη, κυρίως όμως πήλινο: Τα αγγεία της αρχαιότητας είχαν ποικίλα σχήματα. 2. ελαστικός σωλήνας στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων που περιέχει αίμα ή λέμφο (φλέβες, αρτηρίες κτλ.): Έσπασε κάποιο αγγείο, είπε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωναγωγός — ο (ναυτ.), μετάλλινος ή ελαστικός σωλήνας για τη μετάδοση των διαταγών του κυβερνήτη στα διάφορα διαμερίσματα του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»