-
1 рукав
1. (одежды) η περιχειρίδα, разг. το μανίκι 2. (шланг для подачи жидкости, сыпучих материалов и т.п.) о ελαστικός σωλήνας, η μάνικαармированный - οπλισμένος -, ενισχυμένος -3. (ответвление, отходящееот главного русла реки) о βραχίονας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рукав
-
2 шланг
-
3 шланг
шлангм ὁ σωλήνας:резиновый (пожарный) \шланг ὁ ἐλαστικός (πυροσβεστικός) σωλήνας.
См. также в других словарях:
γαστραντλία — η ειδικός ελαστικός σωλήνας με τον οποίο γίνεται η πλύση στομάχου … Dictionary of Greek
σαμπρέλα — η, Ν 1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος 2. σφαιρικός θάλαμος… … Dictionary of Greek
αγγείο — το 1. δοχείο για υγρά από οποιαδήποτε ύλη, κυρίως όμως πήλινο: Τα αγγεία της αρχαιότητας είχαν ποικίλα σχήματα. 2. ελαστικός σωλήνας στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων που περιέχει αίμα ή λέμφο (φλέβες, αρτηρίες κτλ.): Έσπασε κάποιο αγγείο, είπε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωναγωγός — ο (ναυτ.), μετάλλινος ή ελαστικός σωλήνας για τη μετάδοση των διαταγών του κυβερνήτη στα διάφορα διαμερίσματα του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek